Τις κατηγορίες σε βάρος του Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε ο εισαγγελέας του Μανχάταν Άλβιν Μπραγκ, ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε μετά τη σύλληψή του σήμερα Τρίτη ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος.
Οι κατηγορίες σε βάρος του, αφορούν παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων στη Νέα Υόρκη, με σκοπό την απόκρυψη επιζήμιων πληροφοριών και παράνομης δραστηριότητας από τους αμερικανούς ψηφοφόρους πριν και μετά τις εκλογές του 2016.
Σύμφωνα με δελτίο Τύπου που εξέδωσε, κατά την προεκλογική περίοδο, ο Τραμπ και συνεργάτες του εφάρμοσαν ένα σχέδιο «εξαγοράς της σιωπής» (catch and kill), προκειμένου να εντοπίσουν, να εξαγοράσουν και να θάψουν αρνητικές πληροφορίες για εκείνον, ώστε να ενισχύσουν τις εκλογικές του πιθανότητες.
Ακολούθως ο Τραμπ κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να κρατήσει κρυφή αυτήν τη συμπεριφορά, με δεκάδες ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία με σκοπό την απόκρυψη εγκληματικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων προσπαθειών που παραβιάζουν την πολιτειακή και ομοσπονδιακή εκλογική νομοθεσία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης απήγγειλε στον Τραμπ 34 κατηγορίες παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων σε πρώτο βαθμό.
«Η πολιτεία της Νέας Υόρκης υποστηρίζει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ παραποίησε επανειλημμένως και με δόλο επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να αποκρύψει επιζήμιες πληροφορίες από το εκλογικό κοινό κατά τις προεδρικές εκλογές του 2016», δήλωσε ο εισαγγελέας Μπραγκ.
«Το Μανχάταν φιλοξενεί τη σημαντικότερη επιχειρηματική αγορά στη χώρα. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε σε επιχειρήσεις της Νέας Υόρκης να χειραγωγούν τα αρχεία τους για να καλύψουν εγκληματικές συμπεριφορές (…) Έχουμε την ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα και τα πρακτικά της συνεδρίασης του δικαστηρίου, από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Δεκέμβριο του 2017, ο Τραμπ ενορχήστρωσε το σχέδιο «εξαγοράς της σιωπής» μέσω μιας σειράς πληρωμών, τις οποίες στη συνέχεια απέκρυψε με ψευδείς επιχειρηματικές καταχωρήσεις τους επόμενους μήνες.
Σε μια περίπτωση, η American Media Inc (ΑΜΙ) κατέβαλε 30.000 δολάρια σε έναν πρώην θυρωρό στον Πύργο Τραμπ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι γνώριζε την ιστορία ενός παιδιού που ο Τραμπ είχε αποκτήσει εκτός γάμου.
Σε άλλη περίπτωση, η AMI πλήρωσε 150.000 δολάρια σε μια γυναίκα που ισχυρίστηκε ότι είχε σεξουαλική σχέση με τον Τραμπ. Όταν εκείνος ζήτησε από δικηγόρο που εργαζόταν τότε ως «ειδικός σύμβουλος» για τον Οργανισμό Τραμπ να επιστρέψει τα χρήματα στην AMI, ο ειδικός σύμβουλος συμβούλευσε τον Τραμπ ότι η καταβολή θα έπρεπε να γίνει από μια εταιρία-κέλυφος και όχι με μετρητά. Η AMI αρνήθηκε τελικά την αποζημίωση, κατόπιν διαβούλευσης με τον νομικό της σύμβουλο. Η AMI – η οποία αργότερα παραδέχθηκε, στο πλαίσιο συμφωνίας με ομοσπονδιακούς εισαγγελείς, ότι η συμπεριφορά της ήταν παράνομη – έκανε ψευδείς καταχωρήσεις στα επιχειρηματικά αρχεία της σχετικά με τον πραγματικό σκοπό της καταβολής των 150.000 δολαρίων.
Σε μια τρίτη περίπτωση – 12 ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές – ο ειδικός σύμβουλος (του Οργανισμού Τραμπ) έστειλε 130.000 δολάρια σε δικηγόρο μιας ηθοποιού ταινιών για ενηλίκους. Η πληρωμή είχε γίνει από μια εταιρία-κέλυφος που χρηματοδοτήθηκε μέσω τράπεζας του Μανχάταν. Ο ειδικός σύμβουλος ομολόγησε αργότερα την ενοχή του και εξέτισε ποινή φυλάκισης για την παράνομη καταβολή χρημάτων στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Μετά τη νίκη του στις εκλογές, ο Τραμπ αποζημίωσε τον ειδικό σύμβουλο με μια σειρά μηνιαίων επιταγών, αρχικά από ανακλητό καταπίστευμα του Ντόναλντ Τραμπ – που δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Οργανισμού Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του – και αργότερα από προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του Τραμπ. Συνολικά εκδόθηκαν 11 επιταγές με ψευδή αιτιολόγηση. Εννέα από αυτές τις επιταγές υπογράφηκαν από τον Τραμπ. Όλες τις επιταγές διαχειρίστηκε ο Οργανισμός Τραμπ και έφεραν τον μανδύα της πληρωμής για νομικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν δυνάμει ανύπαρκτης συμφωνίας.
Έγιναν συνολικά 34 ψευδείς καταχωρήσεις σε επιχειρηματικά αρχεία στη Νέα Υόρκη, για να μείνει κρυφή η αρχική πληρωμή των 130.000 δολαρίων. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο σχέδιο έλαβαν μέτρα για να παραποιήσουν – για φορολογικούς σκοπούς – την πραγματική φύση των αποζημιώσεων.