Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Η ΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΙΣΧΥΟΝΤΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Αθήνα 22 Σεπτεμβρίου 2023                

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               Συναδέλφισσες, Συνάδελφοι,

Η Τρ.Πειραιώς επιχειρεί την κατεδάφιση όλων των άρθρων που προβλέπει ο Οργανισμός Προσωπικού και ειδικά αυτών που αφορούν σε κανόνες και αρχές διασφάλισης εργασιακών δικαιωμάτων, τα οποία απορρέουν από διμερείς συμφωνίες και διαβουλεύσεις, που συνυπέγραψαν Συνδικαλιστικοί Εκπρόσωποι Εργαζομένων και η ίδια η Επιχείρηση.

Η διασφάλιση αυτών των εργασιακών δικαιωμάτων αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα των πρόσφατων προσφυγών στη δικαιοσύνη, συναδέλφων-μελών του ΣΥΓΤΕ στους οποίους η Τράπεζα επιχείρησε να επιβάλλει βλαπτικές μεταβολές.

Ήδη οι προερχόμενοι από την ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ που διαθέτει ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ, ο οποίος κατακτήθηκε με αγώνες ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΑΠΕΜΠΟΛΟΥΜΕ, βλάπτονται από την επιχειρούμενη κατάργηση του βαθμολογίου που διασφαλίζει στους εργαζόμενος την αντικειμενική ιεράρχηση.

Ο Αντιπροσωπευτικός Σύλλογος ΣΕΤΠ, αναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά τον ρόλο του συνοδοιπόρου και συμπαραστάτη της Τράπεζας ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων, επιχειρεί υπό τον μανδύα της δήθεν επικαιροποίησης του Οργανισμού να πλήξει τα συμφέροντα των εργαζομένων και ιδίως όσων προέρχονται από συγχωνευμένες Τράπεζες, όπως η Γενική, που έχουν Οργανισμό.

Είμαστε αντίθετοι σε οποιαδήποτε μεταβολή που επιχειρείται, για να δέσει χειροπόδαρα τους εργαζόμενους σε βάρος των κεκτημένων.

Οι εργαζόμενοι δεν χρειαζόμαστε καινούργιο, ούτε Επικαιροποιημένο Οργανισμό. Χρειαζόμαστε σεβασμό και τήρηση του Οργανισμού που υπάρχει. Οι πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις το αποδεικνύουν. Η Τράπεζα παρανομεί και δεν τηρεί τον Οργανισμό και ο ΣΕΤΠ για άλλη μια φορά σπεύδει να της δώσει «χείρα βοηθείας».

Με την Επικαιροποίηση που επικαλείται ο ΣΕΤΠ στην ανακοίνωση του, η Τράπεζα – με τη βοήθεια του ΣΕΤΠ –  θέλει να καταργήσει τον Οργανισμό Προσωπικού της Γενικής Τράπεζας ο οποίος επικυρώθηκε και σε αποφάσεις του Αρείου Πάγου, μία εκ των οποίων δημοσιεύουμε πιο κάτω. Η συγκεκριμένη απόφαση αφορά σε προσφυγή συναδέλφου της Γενικής Τράπεζας, η οποία  τελεσιδίκησε το 2022 με αποτέλεσμα να κερδίσει ο συνάδελφος τις Προαγωγές του με απόφαση του Αρείου Πάγου.

Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να καταλάβουν ότι η Επικαιροποίηση του Οργανισμού της Τρ.Πειραιώς έχει μοναδικό στόχο την κατάργηση των δικαιωμάτων που πηγάζουν από τους υφιστάμενους Οργανισμούς για όλους τους εργαζόμενους.

Συνάδελφοι-εκπρόσωποι του ΣΕΤΠ,

ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΣΑΣ!!!!

Μην δεχθείτε να συνυπογράψετε καμία αλλαγή-επικαιροποίηση που θα καταστείλει τα δικαιώματα των εργαζομένων!!!!

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ-ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Απόφαση 329 / 2022    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
Αριθμός 329/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα – Εισηγήτρια και Αριστείδη Βαγγελάτο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα όπως νόμιμα εκπροσωπείται ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “….”. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θ
. Α, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Ρ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Πετρόπουλο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-5-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 393/2017 του ίδιου δικαστηρίου και 6545/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 8-7-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 8 Ιουλίου 2020 και με αριθμό κατάθεσης 4226/503/2020 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθμό 6545/25.11.2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών κατά της εκδοθείσας με την ίδια ειδική διαδικασία με αριθμό 393/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την από 22.6.2017 (με αριθμό κατάθεσης 551693/503040/2017) έφεση του ενάγοντος-εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου και εξαφάνισε την ως άνω απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 15.5.2012 (με αριθμό κατάθεσης 88189/2065/2012) αγωγή, που στρεφόταν κατά της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η αναιρεσείουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την οποία (αγωγή) ο ενάγων – αναιρεσίβλητος εξέθετε ότι την 8.10.1981 είχε προσληφθεί από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ότι εργάσθηκε σε αυτή μέχρι και τη 11.2.2012, οπότε και αποχώρησε από την υπηρεσία της και ότι κατά τις διαλαμβανόμενες στην αγωγή προαγωγικές κρίσεις, η εναγομένη, δια των αρμοδίων οργάνων της, δεν τον προήγαγε “κατ’ απόλυτον εκλογήν” στο βαθμό του υποδιευθυντή Α, παρότι είχε τα οριζόμενα από τον έχοντα συμβατική ισχύ Οργανισμό της προσόντα και υπερείχε καταφανώς των κατονομαζόμενων στην αγωγή συναδέλφων του, των οποίων τα προσόντα παρέθετε, και οι οποίοι προήχθησαν στις αντίστοιχες για τον καθένα τους προαγωγικές κρίσεις και ζητούσε: 1) να αναγνωρισθεί ότι :α) η παράλειψη προαγωγής του στο βαθμό του υποδιευθυντή Α ήταν αντισυμβατική, άλλως καταχρηστική και ότι έπρεπε να προαχθεί στον ως άνω βαθμό από 1.1.2006, άλλως από 1.1.2007, άλλως από 1.1.2008, άλλως από 1.1.2009, και β) η εναγομένη είχε την υποχρέωση να του καταβάλει νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα καταβολής τους τις προκύπτουσες από την προαγωγή του στο βαθμό του υποδιευθυντή Α μισθολογικές διαφορές από 1.1.2006, άλλως από 1.1.2007, άλλως από 1.1.2008, άλλως από 1.1.2009, 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και 3)να καταδικασθεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κράτησε και ερεύνησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την από 15.5.2012 αγωγή και συγκεκριμένα αναγνώρισε την υποχρέωση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας “…” προαγάγει τον ενάγοντα – εκκαλούντα – αναιρεσίβλητο στο βαθμό του υποδιευθυντή Α από 1.1.2006, και την υποχρέωση της εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας, ως καθολικής διαδόχου της ως άνω τραπεζικής εταιρείας, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα – αναιρεσίβλητο τις προκύπτουσες μισθολογικές διαφορές μεταξύ του δικαιούμενου βαθμού του υποδιευθυντή Α και του κατεχόμενου από αυτόν βαθμού του υποδιευθυντή Β, νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα που ήταν καταβλητέες μέχρι την εξόφληση, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα επιδίκασης χρηματικού ποσού για ηθική βλάβη και καταδίκασε την εφεσίβλητη – αναιρεσείουσα στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα – αναιρεσίβλητου, το οποίο όρισε στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 08.07.2020, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός διετίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι δεν προκύπτει η με επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους επίδοση αυτής, που δημοσιεύθηκε στις 25.11.2019 (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Η αίτηση, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Ι. Στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με ισχύ νόμου, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου από τα αρμόδια όργανα του εργοδότη ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, για κατάχρηση δικαιώματος, η οποία υφίσταται όταν κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης παραλείπεται η προαγωγή εργαζομένου, που καταφανώς υπερέχει κατά τα προβλεπόμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι συναδέλφου του, του οποίου προκρίνεται η προαγωγή. Εξάλλου στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις όπου ισχύει κανονισμός ή οργανισμός προσωπικού με συμβατική ισχύ, η παράλειψη προαγωγής εργαζομένου ελέγχεται από τα πολιτικά δικαστήρια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 ΑΚ. Στις περιπτώσεις, δηλαδή, αυτές η προαγωγή τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της συνδρομής των προς προαγωγή όρων και δη της ύπαρξης στο πρόσωπο του εργαζόμενου των συμβατικώς προβλεπόμενων στον κανονισμό ή οργανισμό προϋποθέσεων και προσόντων προς προαγωγή. Αν ο εργοδότης ή τα αρμόδια όργανά του, που ορίζονται στον κανονισμό ή στον οργανισμό, παρέλειψαν αντίθετα προς την καλή πίστη να προαγάγουν ορισμένο εργαζόμενο, παρότι αυτός συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις και τα αναγκαία τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, η αίρεση λογίζεται ότι έχει πληρωθεί. Είναι δε αντίθετη προς την καλή πίστη η παράλειψη προαγωγής ορισμένου υποψηφίου, αν αυτός υπερείχε καταφανώς έναντι έστω και ενός προκριθέντος συναδέλφου του. Εκ τούτων καθίσταται φανερό ότι είτε εφαρμοστεί το άρθρο 281 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού προσωπικού με ισχύ νόμου) είτε εφαρμοστεί το άρθρο 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ), ο έλεγχος της παράλειψης προαγωγής γίνεται με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντίθεσης ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστης και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα του παραλειφθέντος υπαλλήλου έναντι του προαχθέντος συναδέλφου του (ΟλΑΠ 32/2002, ΑΠ 1045/2018, ΑΠ 971/2017, ΑΠ 256/2016, ΑΠ 212/2015). Περαιτέρω, το προϊσχύσαν του ν. 1876/1990 νομικό καθεστώς [άρθρο 1 επ. του ν. 3239/1955 (ΦΕΚ Α 125/20.5.1955), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ν.δ. 3755/1957 (ΦΕΚ Α 182/17.9.1957)], επέτρεπε κατ’ εξαίρεση τη σύναψη ειδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες συνάπτονταν και σε τραπεζικές επιχειρήσεις ή τραπεζικά ιδρύματα, εφόσον οι μισθωτοί των επιχειρήσεων αυτών δεν υπάγονταν σε εθνική ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας (άρθρο 7 παρ. 1 περ. δ και παρ. 5 εδαφ. β του ν. 3239/1955), και οι οποίες ήταν ειδικές και είχαν συμβατική ισχύ (βλ. σχ. ΑΠ 453/2010). Υπό τη ισχύ των διατάξεων του ν. 3239/1955, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα από τα ν.δ. 3755/57, 186/69, 1198/72 και 73/74, συνήφθη η από 3.9.1975 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…” και του σωματείου των εργαζομένων της με την επωνυμία “Σύλλογος Υπαλλήλων Γενικής Τραπέζης”, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 1048/24.9.1975 με τη με αριθμό 41073/8572/18.9.1975 απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και στην οποία περιελήφθη ο “Οργανισμός Προσωπικού Γενικής Τραπέζης της Ελλάδος”, τα άρθρα 4 και 30 παρ. 3 εδαφ. β και γ του οποίου στη συνέχεια διαμορφώθηκαν από την 1.1.1984 με την από 12.9.1984 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 688/28.9.1984 με τη με αριθμό 19635/24.9.1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας. Δεδομένου δε ότι δεν υπήρχε εθνική ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία να ρυθμίζει τον κανονισμό προσωπικού της εν λόγω Τράπεζας, ο εν λόγω Οργανισμός Προσωπικού της καταρτίσθηκε εγκύρως και δέσμευε την Τράπεζα και τους εργαζομένους της, που ήταν όλοι μέλη του Συλλόγου των υπαλλήλων της. Ο ως άνω “Οργανισμός Προσωπικού της Γενικής Τραπέζης της Ελλάδος, οι όροι του οποίου ήσαν συμβατοί με το άρθρο 1 του ν. 3239/1955, ρύθμιζαν τις εργασιακές σχέσεις του προσωπικού της καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του ν. 3239/1955, όσο και κατά το καθεστώς του διαδοχικά ισχύοντος ν.1876/1990 (άρθρο 9 παρ. 4), υπό το οποίο συνέχισε να ισχύει ως “επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε” (βλ. σχ. ΑΠ 453/2010). Σύμφωνα, λοιπόν, με τα άρθρα 30, 31 και 32 του “Οργανισμού Προσωπικού της Γενικής Τραπέζης της Ελλάδος”, που ως ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας έχει συμβατική ισχύ (ΑΠ 993/2013, ΑΠ 1267/2014), οι προαγωγές από το βαθμό του τμηματάρχη Α και άνω γίνονται από το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας κατ’ εκλογή, μετά από εισήγηση του γενικού διευθυντή, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση και ο κρινόμενος έχει συμπληρώσει τριετή πραγματική υπηρεσία στον κατεχόμενο βαθμό και έχει τα προσόντα της ανώτερης θέσης. Δηλαδή οι προαγωγές των υπαλλήλων αυτών τελούν υπό αίρεση, η πλήρωση της οποίας συνίσταται στην απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Γενικής Τράπεζας για την προαγωγή του υπαλλήλου στον ανώτερο βαθμό (άρθρο 201 ΑΚ). Αν κρίνεται από το ανωτέρω συμβούλιο ότι ο εργαζόμενος δεν συγκεντρώνει κατά τη συγκεκριμένη προαγωγική κρίση τις ως άνω συμφωνημένες προϋποθέσεις για την προαγωγή του στον ανώτερο βαθμό, εφόσον η κρίση του συμβουλίου είναι κατάφωρα άδικη, η πλήρωση της ως άνω αίρεσης παρακωλύεται εναντίον της καλής πίστης από μέρος της εργοδότριας Τράπεζας, οπότε η αίρεση θεωρείται έχει πληρωθεί (άρθρο 207 παρ. 1 του ΑΚ). Κατάφωρα άδικη είναι η κρίση, όταν υπερβαίνει τα ακραία λογικά όρια, μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί το συμβούλιο κατά την εκτίμηση της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης του υπαλλήλου και όχι όταν η κρίση αυτή θα μπορούσε καθ’ υποκειμενική εκτίμηση να ήταν διαφορετική (ΑΠ 1045/2018, ΑΠ 436/2009).
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 144/2019, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει κάθε δικαστική απόφαση να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί δεν αποδείχθηκε ή αποδείχθηκε (ΑΠ 485/2019).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο (κατά τα δύο σκέλη αυτού, που ερευνώνται ενιαία) λόγο αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη, με αριθμό 6545/2019, απόφαση, οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πλημμέλειες, με τον ισχυρισμό ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στο αναιρετήριο, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ και του έχοντος κατά την αναιρεσείουσα ισχύ νόμου Οργανισμού Προσωπικού της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδας και αναιτιολόγητα και αντιφατικά κατέληξε στην κρίση ότι η εναγομένη Τράπεζα, (της οποίας καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα) κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης παρέλειψε να προαγάγει τον αναιρεσίβλητο στο βαθμό του υποδιευθυντή Α από 1.1.2006. Ως προς το ζήτημα αυτό, ως προς το οποίο εκτείνεται ο αναιρετικός έλεγχος του ως άνω λόγου, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε κατά λέξη τα εξής ουσιώδη: “Η υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων της εφεσίβλητης-εναγόμενης Τράπεζας διέπεται από τον Οργανισμό του Προσωπικού της, που έχει καταρτισθεί με την από 3.9.1975 Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η οποία δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ (ΦΕΚ Β 1048/24.9.1975) με την 41073/8572/1975 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, […] ο οποίος έχει συμβατική ισχύ, […]. Ο ενάγων προσλήφθηκε την 8.10.1981 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…”, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η Τράπεζα … από 5.11.2014 […]. Ο ενάγων κατόπιν διαδοχικών προαγωγών κατέχει τον βαθμό του υποδιευθυντή Β από 1.1.2003. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιά και έχει παρακολουθήσει 21 εκπαιδευτικά σεμινάρια. Γνωρίζει επαρκώς την αγγλική γλώσσα και τη χρήση του Η/Υ όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δελτίο αξιολόγησης 2007 για “την αξιοπρόσεκτη βελτίωσή του”. Η βαθμολογία του στα φύλλα ποιότητας ήταν εξαίρετη με βαθμολογία 253 το 2000, 257 το 2001, 258 το 2002 – 2003, 258 το 2004, 259 το 2005 ενώ κατά τα έτη 2006 – 2010 κρίθηκε η απόδοσή του “πάνω από το στόχο”. Το 1997 και εντεύθεν ασκούσε καθήκοντα Προϊσταμένου με δικαίωμα β’ υπογραφής, ενώ από το 2004 είχε δικαίωμα α’ υπογραφής. Το 2002 ήταν διευθυντής στο Εγκριτικό Κέντρο Αθηνών και από το 2004 επικεφαλής του ελέγχου αξιοποίησης δυσχερών πιστοδοτήσεων. Τον Ιούνιο του 2005 ορίσθηκε επικεφαλής του Εγκριτικού Κέντρου Β’ με σύνολο επιχειρηματικών φακέλων περίπου 12.000, ενώ ήταν παράλληλα επικεφαλής της Υποδ/σης Ελέγχου Πιστοδοτήσεων. Η άσκηση των υπεύθυνων καθηκόντων στην εν λόγω θέση του ανατέθηκε μετά από ενδελεχή έλεγχο των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων του από τον τότε επικεφαλής
R. D.. Επιπλέον το 2006 η εναγομένη του ανέθεσε τα επιπρόσθετα καθήκοντα του επικεφαλής της ομάδας για τη συλλογή και απογραφή των στοιχείων των εξασφαλίσεων των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της Τράπεζας προς την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τις απαιτήσεις της …. Η εναγομένη παρέλειψε τον ενάγοντα και στις κρίσεις της 25.7.2007 με αριθ. απόφ. ΔΣ 2714/25-7-2007 με valeur από 1/1/2006 να τον προαγάγει στον βαθμό του υποδιευθυντή Α. Αντί αυτού, μεταξύ άλλων, προήγαγε τον Θ. Σ.. Ο εν λόγω υπάλληλος προσλήφθηκε την 6.10.1977, είναι απόφοιτος λυκείου και κατείχε το βαθμό του υποδιευθυντή Β’ από 1.1.2003. Έχει παρακολουθήσει 8 σεμινάρια. Το 1996 ήταν υποδιευθυντής στο κατάστημα 25ης Μαρτίου Θεσ/κης, το 2002 διευθυντής στο κατάστημα … και το 2005 επικεφαλής Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων του καταστήματος …. Η βαθμολογία του ήταν τα έτη 2002 – 2003 19, τα έτη 2004 – 2005, 265 και 254 αντίστοιχα, ενώ στα νέα δελτία αξιολόγησης χαρακτηρίσθηκε η απόδοσή του “στο στόχο”. Από τη σύγκριση των παραπάνω στοιχείων ο ενάγων υστερεί ελαφρώς ως προς τη γενική αρχαιότητα, ενώ υπερέχει καταφανώς έναντι του εν λόγω συναδέλφου του ως προς τον τίτλο σπουδών, γνώση ξένης γλώσσας και Η/Υ, βαθμολογία, αφού ο εν λόγω υπάλληλος για την περίοδο 2003 – 2004 αξιολογήθηκε ως τμηματάρχης ενώ ο ενάγων ως υποδιευθυντής Β’, αριθμό σεμιναρίων και άσκηση υπεύθυνων καθηκόντων, αφού δεν μπορεί να συγκριθεί ως ίσης βαρύτητας η διεύθυνση περιφερειακού καταστήματος με τη θέση του επικεφαλής στον Τομέα Διαχείρισης Κινδύνου στην κεντρική διοίκηση της εναγόμενης.
Συνεπώς, η εναγόμενη με την παράλειψη προαγωγής του εμπόδισε την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης και αδίκησε κατάφωρα τον ενάγοντα και πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρώθηκε η αίρεση δια της αναγνώρισης της υποχρέωσης της εναγόμενης να τον προαγάγει στο βαθμό του υποδιευθυντή Α’ από 1.1.2006″. Έτσι, μετά την εκτίμηση των ως άνω πραγματικών γεγονότων και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, το Εφετείο εξαφάνισε την εκκαλουμένη με αριθμό 393/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 15.5.2012 (με αριθμό κατάθεσης 88189/2065/2012) αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατόπιν, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε κατ’ ουσία την κύρια βάση της ως άνω αγωγής που αναφερόταν στις προαγωγικές κρίσεις της 1.1.2006, την έκρινε νόμιμη και τη δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα αναγνώρισε ότι η εναγομένη “…” έπρεπε να είχε προαγάγει τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο στο βαθμό του υποδιευθυντή Α από 1.1.2006. Με την κρίση του αυτή το Μονομελές Εφετείο Αθηνών ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 201, 207 και 281 του ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 30, 31 και 32 του έχοντος συμβατική ισχύ Οργανισμού Προσωπικού της Γενικής Τραπέζης της Ελλάδος εκ των οποίων ορθά εφάρμοσε εκείνες των άρθρων 201 και 207 του ΑΚ που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής και υπήγαγε προσηκόντως σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ) δέχθηκε ως αληθινά. Ορθά επίσης δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του αρθ.281 ΑΚ, καθόν ο ως άνω Οργανισμός Προσωπικού της Γενικής Τράπεζας δεν έχει ισχύ νόμου, ως αβασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, αλλά συμβατική ισχύ. Επίσης, με συνοπτικές μεν, αλλά σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράλειψη προαγωγής του ενάγοντος – εκκαλούντος – αναιρεσίβλητου στο βαθμό του υποδιευθυντή Α από 1.1.2006 είναι αντίθετη προς τις αρχές της καλής πίστης. Ειδικότερα, από το σύνολο των παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει ότι τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου αρκούσαν για τη διάγνωση της καταφανούς υπεροχής αυτού έναντι του προαχθέντος, κατά τις επίδικες προαγωγικές κρίσεις, συναδέλφου του Θ. Σ. στα εν προκειμένω ουσιώδη ζητήματα των τυπικών προσόντων, της υψηλότερης (πάνω από το στόχο) υπηρεσιακής επίδοσης και της άσκησης πλέον υπεύθυνων υπηρεσιακών καθηκόντων, που αποτελούν προϋπόθεση της κατ’ εκλογήν προαγωγής. Επομένως, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι η παράλειψη της προαγωγής του ενάγοντος -αναιρεσίβλητου στον επίδικο βαθμό ελέγχεται με βάση το άρθρο 281 ΑΚ και τον έχοντα ισχύ νόμου Οργανισμό Προσωπικού της Γενικής Τράπεζας της Ελλάδος είναι αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι και αλυσιτελής καθόσον το δικαστήριο της ουσίας είτε εφάρμοζε το άρθρο 207 ΑΚ (επί κανονισμού ή οργανισμού με συμβατική ισχύ, όπως ορθά αποφάνθηκε στην ένδικη υπόθεση), είτε εφάρμοζε το άρθρο 281 ΑΚ, θα προέβαινε στον έλεγχο της νομιμότητας της παράλειψης προαγωγής του αναιρεσίβλητου με το ίδιο νομικό κριτήριο της αντίθεσης ή μη αυτής προς τις αρχές της καλής πίστης και ειδικότερα με το κριτήριο της καταφανούς ή όχι υπεροχής του παραλειφθέντος αναιρεσίβλητου ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα έναντι του προαχθέντος συναδέλφου του, όπως προέβη. (ΑΠ 1045/2018). Κατά συνέπεια, ο ως άνω πρώτος (και κατά τα δύο σκέλη αυτού) λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.


ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 12 του ν. 1082/1980, η αναγνώριση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση του δικαιώματος προαγωγής υπαλλήλου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο βαθμό που δικαιούταν να προαχθεί με βάση τον διέποντα αυτόν κανονισμό ή οργανισμό βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης, λογίζεται ότι έχει πραγματοποιηθεί από το χρόνο που έπρεπε να είχε γίνει η προαγωγή του. Η αξίωση του μη προαχθέντος για καταβολή των μισθολογικών διαφορών, που θα ελάμβανε μέχρι την τελεσίδικη αναγνώριση του δικαιώματός του να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, δεν αποτελεί αξίωση για καταβολή της διαφοράς αυτού τούτου του μισθού του ανώτερου βαθμού, αφού τέτοια αξίωση δεν είχε γεννηθεί μέχρι την αναγνώριση του άνω δικαιώματός του, αλλά συνιστά αξίωση καταβολής αποζημίωσης, γιατί στερήθηκε τις ανωτέρω μισθολογικές διαφορές εξαιτίας της παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης της τράπεζας να τον προαγάγει από τότε που συνέτρεξαν οι συμφωνηθείσες προϋποθέσεις, αντίθετα προς τις αρχές της καλής πίστης. Κατά συνέπεια, για την ύπαρξη υποχρέωσης τοκοδοσίας επί της ανωτέρω αποζημίωσης απαιτείται όχληση, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, ή συμβατικώς ορισμένη για την καταβολή της αποζημίωσης δήλη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 341 ΑΚ, αφού στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 655 εδαφ. α’ ΑΚ, κατά την οποία, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά, ώστε να υπάρχει από το νόμο δήλη ημέρα καταβολής, της οποίας η άπρακτη πάροδος να καθιστά την τράπεζα υπερήμερη και γι’ αυτό υπόχρεη προς τοκοδοσία. Με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 12 του ν. 1082/1980 σκοπήθηκε μόνο η καθιέρωση πλάσματος δικαίου για την προαγωγή του παραλειφθέντος και όχι, επιπλέον, ο χαρακτηρισμός ως μισθού της παρεπόμενης αξίωσης του τελευταίου για χρηματική αποζημίωση ίση προς τις μισθολογικές διαφορές χρονικού διαστήματος προγενέστερου της έκδοσης της δικαστικής απόφασης (ΑΠ 1465/2019, ΑΠ 230/2006, ΑΠ 204/1987). Περαιτέρω, από το άρθρο 346 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, συνάγεται ότι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο αυξημένος τόκος επιδικίας, ο οποίος αφορά σε κάθε αγόμενη με αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφισή της είτε η αναγνώριση της οφειλής της, ενώ για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής απαιτείται ρητό αίτημα του εναγομένου και εύλογη αντιδικία (ΑΠ 1465/2019, ΑΠ 1114/2018, ΑΠ 1207/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 πλημμέλεια με την επίκληση ότι το Μονομελές Εφετείο Αθηνών εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 12 του ν. 1082/1980, 341 και 655 εδαφ. α του ΑΚ, αναγνωρίζοντας στην αναιρεσείουσα την υποχρέωση να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο νόμιμο τόκο σε δήλη ημέρα. Σχετικά με τον ως άνω λόγο, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης με αριθμό 6545/2019 απόφασης προκύπτουν τα εξής: Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού αποφάνθηκε, όπως ήδη εκτέθηκε, ότι, σύμφωνα με τον Οργανισμό Προσωπικού της Γενικής Τραπέζης της Ελλάδος, ο ενάγων -εκκαλών -αναιρεσίβλητος έπρεπε να είχε προαχθεί στον επίδικο βαθμό του υποδιευθυντή Α από 1.1.2006, στη συνέχεια διέλαβε κατά λέξη τα εξής: “Πρέπει, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα του αγωγικού αιτήματος, που είναι ορισμένο και βάσιμο κατά νόμο και ουσία […] (εννοείται να γίνει δεκτό) το αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της Τράπεζας … ως καθολικής διαδόχου της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα από 1.1.2006 τις προκύπτουσες μισθολογικές διαφορές μεταξύ του κατεχόμενου βαθμού υποδιευθυντή Β και του δικαιούμενου (εννοείται βαθμού) υποδιευθυντή Β νομιμότοκα από το τέλος εκάστου μηνός που ήταν καταβλητέες έως 12.2.2012, που αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης […]” και με βάση τις παραδοχές αυτές αναγνώρισε ότι “η Τράπεζα … ως καθολική διάδοχης της εναγομένης οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τις προκύπτουσες διαφορές μεταξύ του κατεχόμενου βαθμού υποδιευθυντή β και του δικαιούμενου βαθμού υποδιευθυντή Α από 1.1.2006 έως 12.2.2012 νομιμότοκα από το τέλος εκάστου μηνός που ήταν καταβλητέες έως την εξόφληση”. Σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, με την ως άνω κρίση του ότι, δηλαδή, οι οφειλόμενες στον αναιρεσίβλητο, λόγω της μη έγκαιρης προαγωγής του μισθολογικές διαφορές αποτελούν αξίωσή του για καταβολή διαφοράς μισθού, για την οποία οφείλονται νόμιμοι τόκοι από το τέλος του μήνα που κάθε μισθός καταβάλλεται, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 12 του ν. 1082/1980, 341 και 655 εδαφ. α του ΑΚ. Τούτο διότι η ως άνω αξίωση, πηγάζουσα από αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα και συνεπώς για την ύπαρξη υποχρέωσης τοκοδοσίας επί της αποζημίωσης αυτής απαιτείται όχληση ή συμβατικώς ορισμένη για την καταβολή της δήλη ημέρα. Γεγονότα, όμως, με τα οποία να στοιχειοθετείται οποιαδήποτε από τις ως άνω εκ του νόμου προϋποθέσεις δεν διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος της ένδικης αίτησης, με το οποίο υποστηρίζονται τα ίδια, είναι βάσιμος. Κατά συνέπεια, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου αναίρεσης πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη, με αριθμό 6545/2019, απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, μόνο κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στον ενάγοντα -αναιρεσίβλητο νόμιμο τόκο υπερημερίας από το τέλος του κάθε μήνα που ήταν καταβλητέες οι προκύπτουσες μισθολογικές διαφορές μεταξύ του βαθμού του υποδιευθυντή Α και του βαθμού του υποδιευθυντή Β και για τη χρονική περίοδο από 1.1.2006 μέχρι 12.2.2012. Ενόψει δε ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση, καθόσον τα γενόμενα δεκτά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε ακριβώς επικαλεσθεί ο ενάγων -εκκαλών-αναιρεσίβλητος για τη νομική θεμελίωση της αξίωσής του για καταβολή νόμιμου τόκου σε δήλη ημέρα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 3 εδαφ. α του ΠΚΠολΔ, πρέπει η υπόθεση να κρατηθεί, να δικασθεί από το παρόν αναιρετικό τμήμα και να απορριφθεί το αίτημα της από 15.5.2012 αγωγής να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής των μισθολογικών διαφορών από την προαγωγή του στο βαθμό του υποδιευθυντή Α και για τη χρονική περίοδο από 1.1.2006 μέχρι 12.2.2012. Εξάλλου, αφού με την από 15.5.2012 αγωγή ο ενάγων-αναιρεσίβλητος ζήτησε την αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης για καταβολή νόμιμου τόκου σε δήλη ημέρα, πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 346 ΑΚ, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της αναιρεσείουσας, ως καθολικής διαδόχου της εναγομένης, να καταβάλει σε αυτόν τις προκύπτουσες ως άνω μισθολογικές διαφορές με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της από 15.5.2012 αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθόσον στο αιτηθέν με την αγωγή μείζον περιέχεται το έλασσον (ΑΠ 486/2016). Σημειωτέον, ότι σύμφωνα με το άρθρο 346 ΑΚ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012) για την επιδίκαση τόκου επιδικίας δεν ενδιαφέρει η φύση της ένδικης αγωγής ως αναγνωριστικής (ΑΠ 1465/2015), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα στο τέλος της ένδικης αίτησης.
Τέλος, ο αναιρεσίβλητος, που νικήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, τόσο για την αναιρετική δίκη, όσο και για τις δίκες των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμό 6545/25.11.2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος της, με το οποίο αναγνώρισε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας (ως καθολικής διαδόχου της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”), να καταβάλει στον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο νόμιμο τόκο από το τέλος του μήνα που κάθε μισθολογική διαφορά ήταν απαιτητή, επί των μισθολογικών διαφορών μεταξύ του βαθμού του υποδιευθυντή Α και του υποδιευθυντή Β, τις οποίες (μισθολογικές διαφορές) αναγνώρισε ότι η αναιρεσείουσα υποχρεούται να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο για τη χρονική περίοδο από 1.1.2006 έως 12.2.2012 Κρατεί και δικάζει την από 15.5.2012 (με αριθμό κατάθεσης 88189/2065/2012) αγωγή κατά το μέρος της, με το οποίο ζητείται να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής τους, επί των προκυπτουσών από την προαγωγή του στο βαθμό του υποδιευθυντή Α μισθολογικών διαφορών που αφορούν στη χρονική περίοδο από 1.1.2006 μέχρι 11.2.2012.
Απορρίπτει το ως άνω αίτημα (περί καταβολής νόμιμου τόκου σε δήλη ημέρα) της από 15.5.2012 αγωγής.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της αναιρεσείουσας, ως καθολικής διαδόχου της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, να καταβάλει στον ενάγοντα -αναιρεσίβλητο νόμιμο τόκο επί των ως άνω μισθολογικών διαφορών από την επίδοση στην εναγομένη της από 15.5.2012 αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ για την αναιρετική δίκη και στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ για τις δίκες των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Φεβρουαρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τελευταία Άρθρα

Σχετικά Άρθρα